Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
View word page
κατακολλάω
glue

ShortDef

glue

Debugging

Headword:
κατακολλάω
Headword (normalized):
κατακολλάω
Headword (normalized/stripped):
κατακολλαω
IDX:
45803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45804
Key:

Data

{'content': 'glue'}