Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
View word page
κατακοιρανέω
govern

ShortDef

govern

Debugging

Headword:
κατακοιρανέω
Headword (normalized):
κατακοιρανέω
Headword (normalized/stripped):
κατακοιρανεω
IDX:
45801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45802
Key:

Data

{'content': 'govern'}