Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
View word page
κατακοιμιστής
one who puts to bed, chamberlain
ShortDef
one who puts to bed, chamberlain
Debugging
Headword:
κατακοιμιστής
Headword (normalized):
κατακοιμιστής
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμιστης
IDX:
45799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45800
Key:
Data
{'content': 'one who puts to bed, chamberlain'}