Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
View word page
κατακοιμίζω
lull to sleep, sleep through

ShortDef

lull to sleep, sleep through

Debugging

Headword:
κατακοιμίζω
Headword (normalized):
κατακοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμιζω
IDX:
45797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45798
Key:

Data

{'content': 'lull to sleep, sleep through'}