Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
View word page
κατακοιμητικός
of or for lulling to sleep

ShortDef

of or for lulling to sleep

Debugging

Headword:
κατακοιμητικός
Headword (normalized):
κατακοιμητικός
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμητικος
IDX:
45796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45797
Key:

Data

{'content': 'of or for lulling to sleep'}