Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
View word page
κατακοίμησις
sleeping, lodging

ShortDef

sleeping, lodging

Debugging

Headword:
κατακοίμησις
Headword (normalized):
κατακοίμησις
Headword (normalized/stripped):
κατακοιμησις
IDX:
45795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45796
Key:

Data

{'content': 'sleeping, lodging'}