Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
View word page
κατακνώσσω
fall asleep
ShortDef
fall asleep
Debugging
Headword:
κατακνώσσω
Headword (normalized):
κατακνώσσω
Headword (normalized/stripped):
κατακνωσσω
IDX:
45793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45794
Key:
Data
{'content': 'fall asleep'}