Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
View word page
κατακνίζω
to pull to pieces, shred small

ShortDef

to pull to pieces, shred small

Debugging

Headword:
κατακνίζω
Headword (normalized):
κατακνίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακνιζω
IDX:
45792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45793
Key:

Data

{'content': 'to pull to pieces, shred small'}