Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
View word page
κατακνάω
to scrape away, make away with
ShortDef
to scrape away, make away with
Debugging
Headword:
κατακνάω
Headword (normalized):
κατακνάω
Headword (normalized/stripped):
κατακναω
IDX:
45790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45791
Key:
Data
{'content': 'to scrape away, make away with'}