Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
View word page
κατακνάπτω
tear to pieces
ShortDef
tear to pieces
Debugging
Headword:
κατακνάπτω
Headword (normalized):
κατακνάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακναπτω
IDX:
45789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45790
Key:
Data
{'content': 'tear to pieces'}