Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
View word page
κατάκλυστρον
compluvium
ShortDef
compluvium
Debugging
Headword:
κατάκλυστρον
Headword (normalized):
κατάκλυστρον
Headword (normalized/stripped):
κατακλυστρον
IDX:
45784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45785
Key:
Data
{'content': 'compluvium'}