Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
κατακνώσσω
View word page
κατακλυσμός
a deluge, inundation

ShortDef

a deluge, inundation

Debugging

Headword:
κατακλυσμός
Headword (normalized):
κατακλυσμός
Headword (normalized/stripped):
κατακλυσμος
IDX:
45783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45784
Key:

Data

{'content': 'a deluge, inundation'}