Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατάκνημος
κατακνίζω
View word page
κατάκλυσμα
purge

ShortDef

purge

Debugging

Headword:
κατάκλυσμα
Headword (normalized):
κατάκλυσμα
Headword (normalized/stripped):
κατακλυσμα
IDX:
45782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45783
Key:

Data

{'content': 'purge'}