Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
κατακνάω
View word page
κατακλύζω
to dash over, flood, deluge, inundate
ShortDef
to dash over, flood, deluge, inundate
Debugging
Headword:
κατακλύζω
Headword (normalized):
κατακλύζω
Headword (normalized/stripped):
κατακλυζω
IDX:
45780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45781
Key:
Data
{'content': 'to dash over, flood, deluge, inundate'}