Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάπτω
View word page
κατάκλιτος
flowing down

ShortDef

flowing down

Debugging

Headword:
κατάκλιτος
Headword (normalized):
κατάκλιτος
Headword (normalized/stripped):
κατακλιτος
IDX:
45779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45780
Key:

Data

{'content': 'flowing down'}