Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
View word page
κατακλιτέον
one must cause to lie down, put to bed
ShortDef
one must cause to lie down, put to bed
Debugging
Headword:
κατακλιτέον
Headword (normalized):
κατακλιτέον
Headword (normalized/stripped):
κατακλιτεον
IDX:
45777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45778
Key:
Data
{'content': 'one must cause to lie down, put to bed'}