Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
View word page
κατακλινοβατής
making one lie abed

ShortDef

making one lie abed

Debugging

Headword:
κατακλινοβατής
Headword (normalized):
κατακλινοβατής
Headword (normalized/stripped):
κατακλινοβατης
IDX:
45774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45775
Key:

Data

{'content': 'making one lie abed'}