Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
View word page
κατακληρόω
to portion out
ShortDef
to portion out
Debugging
Headword:
κατακληρόω
Headword (normalized):
κατακληρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακληροω
IDX:
45769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45770
Key:
Data
{'content': 'to portion out'}