Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
View word page
κατακληρονομέω
to obtain by inheritance

ShortDef

to obtain by inheritance

Debugging

Headword:
κατακληρονομέω
Headword (normalized):
κατακληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
κατακληρονομεω
IDX:
45767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45768
Key:

Data

{'content': 'to obtain by inheritance'}