Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
View word page
κατακληροδοτέω
to distribute by lot

ShortDef

to distribute by lot

Debugging

Headword:
κατακληροδοτέω
Headword (normalized):
κατακληροδοτέω
Headword (normalized/stripped):
κατακληροδοτεω
IDX:
45766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45767
Key:

Data

{'content': 'to distribute by lot'}