Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
View word page
κατακλείω
to shut in, enclose

ShortDef

to shut in, enclose

Debugging

Headword:
κατακλείω
Headword (normalized):
κατακλείω
Headword (normalized/stripped):
κατακλειω
IDX:
45765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45766
Key:

Data

{'content': 'to shut in, enclose'}