Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
View word page
κατάκλειστος
shut up
ShortDef
shut up
Debugging
Headword:
κατάκλειστος
Headword (normalized):
κατάκλειστος
Headword (normalized/stripped):
κατακλειστος
IDX:
45764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45765
Key:
Data
{'content': 'shut up'}