Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
View word page
κατακλείς
an instrument for fastening doors, a key

ShortDef

an instrument for fastening doors, a key

Debugging

Headword:
κατακλείς
Headword (normalized):
κατακλείς
Headword (normalized/stripped):
κατακλεις
IDX:
45762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45763
Key:

Data

{'content': 'an instrument for fastening doors, a key'}