Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατάκλησις
View word page
κατακλάω
[ > κλαίω bewail]

ShortDef

[ > κλαίω bewail]
break short, snap off

Debugging

Headword:
κατακλάω
Headword (normalized):
κατακλάω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαω
IDX:
45760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45761
Key:

Data

{'content': '[ > κλαίω bewail]'}