Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
View word page
κατάκλαυσις
bewailing

ShortDef

bewailing

Debugging

Headword:
κατάκλαυσις
Headword (normalized):
κατάκλαυσις
Headword (normalized/stripped):
κατακλαυσις
IDX:
45759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45760
Key:

Data

{'content': 'bewailing'}