Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
View word page
κατακλαίω
to bewail loudly, lament

ShortDef

to bewail loudly, lament

Debugging

Headword:
κατακλαίω
Headword (normalized):
κατακλαίω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαιω
IDX:
45757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45758
Key:

Data

{'content': 'to bewail loudly, lament'}