Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληροδοτέω
View word page
κατακίω
go down
ShortDef
go down
Debugging
Headword:
κατακίω
Headword (normalized):
κατακίω
Headword (normalized/stripped):
κατακιω
IDX:
45756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45757
Key:
Data
{'content': 'go down'}