Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
View word page
κατάκισσος
ivy-wreathed
ShortDef
ivy-wreathed
Debugging
Headword:
κατάκισσος
Headword (normalized):
κατάκισσος
Headword (normalized/stripped):
κατακισσος
IDX:
45755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45756
Key:
Data
{'content': 'ivy-wreathed'}