Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
View word page
κατακισηρίζω
rub smooth with pumice-stone

ShortDef

rub smooth with pumice-stone

Debugging

Headword:
κατακισηρίζω
Headword (normalized):
κατακισηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακισηριζω
IDX:
45754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45755
Key:

Data

{'content': 'rub smooth with pumice-stone'}