Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
κατακλείς
View word page
κατακηρόω
to cover with wax

ShortDef

to cover with wax

Debugging

Headword:
κατακηρόω
Headword (normalized):
κατακηρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακηροω
IDX:
45752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45753
Key:

Data

{'content': 'to cover with wax'}