Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
κατακλάω2
View word page
κατακηλητικός
fit for enchanting

ShortDef

fit for enchanting

Debugging

Headword:
κατακηλητικός
Headword (normalized):
κατακηλητικός
Headword (normalized/stripped):
κατακηλητικος
IDX:
45751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45752
Key:

Data

{'content': 'fit for enchanting'}