Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
κατακίω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω
View word page
κατακηλέω
to charm away

ShortDef

to charm away

Debugging

Headword:
κατακηλέω
Headword (normalized):
κατακηλέω
Headword (normalized/stripped):
κατακηλεω
IDX:
45750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45751
Key:

Data

{'content': 'to charm away'}