Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
ἀμητήριον
ἀμητής
ἀμητικός
ἀμητίσκος
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
View word page
ἀμητής
reaper

ShortDef

reaper

Debugging

Headword:
ἀμητής
Headword (normalized):
ἀμητής
Headword (normalized/stripped):
αμητης
IDX:
4574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4575
Key:

Data

{'content': 'reaper'}