Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
κατάκισσος
View word page
κατακερματισμός
dividing into small parts
ShortDef
dividing into small parts
Debugging
Headword:
κατακερματισμός
Headword (normalized):
κατακερματισμός
Headword (normalized/stripped):
κατακερματισμος
IDX:
45745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45746
Key:
Data
{'content': 'dividing into small parts'}