Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακισηρίζω
View word page
κατακερματίζω
to change into small coin

ShortDef

to change into small coin

Debugging

Headword:
κατακερματίζω
Headword (normalized):
κατακερματίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακερματιζω
IDX:
45744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45745
Key:

Data

{'content': 'to change into small coin'}