Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
View word page
κατακεραστικός
demulcent, restoring normal

ShortDef

demulcent, restoring normal

Debugging

Headword:
κατακεραστικός
Headword (normalized):
κατακεραστικός
Headword (normalized/stripped):
κατακεραστικος
IDX:
45740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45741
Key:

Data

{'content': 'demulcent, restoring normal'}