Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
View word page
κατακεραστέον
one must mix, temper

ShortDef

one must mix, temper

Debugging

Headword:
κατακεραστέον
Headword (normalized):
κατακεραστέον
Headword (normalized/stripped):
κατακεραστεον
IDX:
45739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45740
Key:

Data

{'content': 'one must mix, temper'}