Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
View word page
κατακεντίζω
slay with a spear

ShortDef

slay with a spear

Debugging

Headword:
κατακεντίζω
Headword (normalized):
κατακεντίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακεντιζω
IDX:
45734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45735
Key:

Data

{'content': 'slay with a spear'}