Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
View word page
κατακέντημα
puncture
ShortDef
puncture
Debugging
Headword:
κατακέντημα
Headword (normalized):
κατακέντημα
Headword (normalized/stripped):
κατακεντημα
IDX:
45733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45734
Key:
Data
{'content': 'puncture'}