Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
View word page
κατακελεύω
to command silence

ShortDef

to command silence

Debugging

Headword:
κατακελεύω
Headword (normalized):
κατακελεύω
Headword (normalized/stripped):
κατακελευω
IDX:
45731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45732
Key:

Data

{'content': 'to command silence'}