Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
View word page
κατακελευσμός
calling to one, encouraging

ShortDef

calling to one, encouraging

Debugging

Headword:
κατακελευσμός
Headword (normalized):
κατακελευσμός
Headword (normalized/stripped):
κατακελευσμος
IDX:
45730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45731
Key:

Data

{'content': 'calling to one, encouraging'}