Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
View word page
κατακεκράκτης
one who cries down, a bawler

ShortDef

one who cries down, a bawler

Debugging

Headword:
κατακεκράκτης
Headword (normalized):
κατακεκράκτης
Headword (normalized/stripped):
κατακεκρακτης
IDX:
45729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45730
Key:

Data

{'content': 'one who cries down, a bawler'}