Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
View word page
κατακείρω
to shear off
ShortDef
to shear off
Debugging
Headword:
κατακείρω
Headword (normalized):
κατακείρω
Headword (normalized/stripped):
κατακειρω
IDX:
45728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45729
Key:
Data
{'content': 'to shear off'}