Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
View word page
κατάκειμαι
to lie down, lie outstretched

ShortDef

to lie down, lie outstretched

Debugging

Headword:
κατάκειμαι
Headword (normalized):
κατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
κατακειμαι
IDX:
45727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45728
Key:

Data

{'content': 'to lie down, lie outstretched'}