Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
View word page
κατακαχρύω
grind roasted grain

ShortDef

grind roasted grain

Debugging

Headword:
κατακαχρύω
Headword (normalized):
κατακαχρύω
Headword (normalized/stripped):
κατακαχρυω
IDX:
45726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45727
Key:

Data

{'content': 'grind roasted grain'}