Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
View word page
κατακαυχάομαι
to boast against

ShortDef

to boast against

Debugging

Headword:
κατακαυχάομαι
Headword (normalized):
κατακαυχάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακαυχαομαι
IDX:
45725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45726
Key:

Data

{'content': 'to boast against'}