Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
View word page
κατακαύτης
one who burns

ShortDef

one who burns

Debugging

Headword:
κατακαύτης
Headword (normalized):
κατακαύτης
Headword (normalized/stripped):
κατακαυτης
IDX:
45724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45725
Key:

Data

{'content': 'one who burns'}