Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
View word page
κατάκαυσις
burning
ShortDef
burning
Debugging
Headword:
κατάκαυσις
Headword (normalized):
κατάκαυσις
Headword (normalized/stripped):
κατακαυσις
IDX:
45723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45724
Key:
Data
{'content': 'burning'}