Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακεντέω
View word page
κατακαύσιμος
combustible

ShortDef

combustible

Debugging

Headword:
κατακαύσιμος
Headword (normalized):
κατακαύσιμος
Headword (normalized/stripped):
κατακαυσιμος
IDX:
45722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45723
Key:

Data

{'content': 'combustible'}