Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
κατακελεύω
View word page
κατάκαυμα
anything burnt
ShortDef
anything burnt
Debugging
Headword:
κατάκαυμα
Headword (normalized):
κατάκαυμα
Headword (normalized/stripped):
κατακαυμα
IDX:
45721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45722
Key:
Data
{'content': 'anything burnt'}